- νεωκορώ
- νεωκορῶ, -έω (Α) [νεωκόρος]1. είμαι νεωκόρος2. (συν. σχετικά με θεό) τιμώ με ναό («τὸν αὑτῶν σύμμαχον [ενν. θεόν] νεωκορεῑν», Ιώσ.)3. (με ειρωνική σημ.) συλώ κάτι ιερό, διαρπάζω («ἱερόν τι νεωκορήσει», Πλάτ.)4. μτφ. διατηρώ καθαρό κάτι, αγνό («νεωκορεῑν ἔρωτα» — τρέφω έρωτα μέσα σε καθαρή καρδιά, όπως μέσα σε ναό, Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.